-
1 взвеять
взввет ρ.σ.μ.σηκώνω, ανυψώνω, εγείρω με φύσημα, παρασέρνω•σηκώνομαι, ανυψώνομαι, εγείρομαι. -
2 вздуть
вздуть 1-ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•вздуть цены υψώνω τις τιμές.
4. φυσώ ν’ ανάψει•-огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.
1. φουσκώνω, διογκούμαι•на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•
река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.
2. πρήζομαι•щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.
3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.
вздуть 2–ую, -уешь ρ.σ.μ.(απλ.) χτυπώ, δέρνω•его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.